μεριμνήσητε

μεριμνήσητε
μεριμνάω
care for
aor subj act 2nd pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεριμνώ — (ΑM μεριμνῶ, άω) φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ) μσν. 1. στενοχωριέμαι για κάτι 2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου 3. προβληματίζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”